ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Ευρυζωνικές συνδέσεις, οπτικές ίνες και ψηφιακή οικονομία

Ποιες χώρες έχουν το υψηλότερο ποσοστό των ευρυζωνικών συνδέσεων σε δίκτυα οπτικών ινών;

Η Ελλάδα πάντως είναι τελευταία, έχοντας την χειρότερη επίδοση μεταξύ 32 κρατών του ΟΟΣΑ (του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), με τις ευρυζωνικές συνδέσεις οι οποίες παρέχονται μέσω δικτύων οπτικών ινών να αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,2% του συνόλου.

1fiber

Πριν δούμε όμως το δελτίο τύπου και την βάση κατάταξης, λίγα λόγια για τις ευρυζωνικές συνδέσεις και τα δίκτυα οπτικών ινών.

Ευρυζωνικότητα· ο νέος τρόπος σύνδεσης στο Internet

Η Ευρυζωνικότητα είναι ο νέος τρόπος σύνδεσης στο Internet (∆ιαδίκτυο) που προσφέρει μόνιμη σύνδεση και πολύ υψηλές ταχύτητες πρόσβασης.
Με την ευρυζωνικότητα η χρήση του ∆ιαδικτύου γίνεται ταχύτερη (Υψηλές ταχύτητες, 10 – 100 φορές της συμβατικής σύνδεσης, για νέες εφαρμογές), ευκολότερη (διαρκής σύνδεση στo Internet χωρίς πολύπλοκες ρυθμίσεις), σταθερή (αξιόπιστες ψηφιακές συνδέσεις με εγγυημένα σταθερά υψηλές αποδόσεις) και πιο οικονομική. Για να καταλάβουμε πόσο πιο οικονομική είναι, μία συνήθης DSL ευρυζωνική σύνδεση στο Διαδίκτυο, ταχύτητας 1 Mbps, κοστίζει σήμερα λιγότερο από 70 λεπτά του ευρώ την ημέρα.

Οι ευρυζωνικές συνδέσεις Internet είναι πλέον πανταχού παρούσες, καθιστώντας δυνατή την τηλεφωνία μέσω Internet (VoIP) σε περισσότερες τοποθεσίες από ποτέ.

Με τον όρο Ευρυζωνικότητα εννοούμε ένα προηγμένο και καινοτόμο περιβάλλον, από κοινωνική και τεχνολογική άποψη, το οποίο αποτελείται από γρήγορες συνδέσεις με το Διαδίκτυο και κατάλληλες δικτυακές υποδομές για την ανάπτυξη νέων ευρυζωνικών εφαρμογών και υπηρεσιών.

Ευρυζωνικότητα ορίζεται με ευρεία έννοια ως το προηγμένο, εφικτό και καινοτόμο από πολιτική, κοινωνική, οικονομική και τεχνολογική άποψη περιβάλλον, αποτελούμενο από:

– Tην παροχή γρήγορων συνδέσεων στο Διαδίκτυο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, με ανταγωνιστικές τιμές (με την μορφή καταναλωτικού αγαθού), χωρίς εγγενείς περιορισμούς στα συστήματα μετάδοσης και στον τερματικό εξοπλισμό των επικοινωνούντων άκρων

– Tην κατάλληλη δικτυακή υποδομή που:
α) επιτρέπει την κατανεμημένη ανάπτυξη υπαρχόντων και μελλοντικών δικτυακών εφαρμογών και πληροφοριακών υπηρεσιών,
β) δίνει την δυνατότητα αδιάλειπτης σύνδεσης των χρηστών σε αυτές,
γ) ικανοποιεί τις εκάστοτε ανάγκες των εφαρμογών σε εύρος ζώνης, αναδραστικότητα και διαθεσιμότητα και
δ) είναι ικανή να αναβαθμίζεται συνεχώς και με μικρό επιπλέον κόστος ώστε να εξακολουθεί να ικανοποιεί τις ανάγκες όπως αυτές αυξάνουν και μετεξελίσσονται με ρυθμό και κόστος που επιτάσσονται από την πρόοδο της πληροφορικής και της τεχνολογίας επικοινωνιών.

– Tην δυνατότητα του πολίτη να επιλέγει
α) ανάμεσα σε εναλλακτικές προσφορές σύνδεσης που ταιριάζουν στον εξοπλισμό του,
β) μεταξύ διαφόρων δικτυακών εφαρμογών και
γ) μεταξύ διαφόρων υπηρεσιών πληροφόρησης και ψυχαγωγίας και με πιθανή συμμετοχή του ίδιου του πολίτη στην παροχή περιεχομένου, εφαρμογών και υπηρεσιών

– Tο κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο αποτελούμενο από πολιτικές, μέτρα, πρωτοβουλίες, άμεσες και έμμεσες παρεμβάσεις, αναγκαίες για την ενδυνάμωση της καινοτομίας, την προστασία του ανταγωνισμού και την εγγύηση σοβαρής ισορροπημένης οικονομικής ανάπτυξης ικανής να προέλθει από την γενικευμένη συμμετοχή στην Ευρυζωνικότητα και στην Κοινωνία της Πληροφορίας

 

Τα ευρυζωνικά δίκτυα είναι τόσο σημαντικά για την εποχή μας, όσο ήταν οι δρόμοι, τα κανάλια και ο σιδηρόδρομος τον 19ο αιώνα και οι εθνικές οδοί και το τηλέφωνο τον 20ο αιώνα.

Στο παρελθόν, κάθε φορά που θέλαμε να συνδεθούμε στο Διαδίκτυο, έπρεπε να κάνουμε μια τηλεφωνική κλήση, «μπλοκάροντας» την τηλεφωνική μας γραμμή και χρεώνοντας τον λογαριασμό μας με το αντίστοιχο κόστος χρονοχρέωσης.

Με την ευρυζωνική πρόσβαση, ο υπολογιστής μας βρίσκεται συνεχώς συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο, χωρίς την ανάγκη τηλεφωνικής κλήσης. Δηλαδή, χωρίς επιπλέον χρέωση και χωρίς να απασχολούμε την τηλεφωνική μας γραμμή, όσο χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο.

Με την ευρυζωνική πρόσβαση οι ταχύτητες υπερδεκαπλασιάζονται, μπορώντας να «κατεβάσουμε» σε λίγα λεπτά ιστοσελίδες και αρχεία που παλαιότερα χρειαζόμασταν μερικές ώρες.

Άλλες δυνατότητες, λιγότερο διαδεδομένες, είναι η δορυφορική πρόσβαση, τα δίκτυα οπτικών ινών, τα δίκτυα σταθερής ασύρματης πρόσβασης και η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Μέχρι χθες ήμουν ένας παθητικός καταναλωτής πληροφοριών.

Σήμερα, η ευρυζωνικότητα μου δίνει την δυνατότητα να γίνω ενεργός συμμέτοχος και εκδότης των δικών μου πληροφοριών.
Με μία ευρυζωνική σύνδεση στο Διαδίκτυο, γίνομαι ενεργός συμμέτοχος στην Παγκόσμια Γνώση και το Γίγνεσθαι γιατί ο υπολογιστής μου γίνεται μία παγκόσμια βιτρίνα για το γραφείο, το μαγαζί, την επιχείρησή μου· γιατί ο κόσμος γίνεται μια γειτονιά παράθυρο στον κόσμο.

 

Δίκτυα Οπτικών Ινών

Το μεγάλο πλεονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών είναι η δυνατότητα να διακινούνται μέσα από αυτά τεράστιες ποσότητες δεδομένων σε εντυπωσιακά υψηλές ταχύτητες. Οι οπτικές ίνες εμφανίζουν μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως απουσία θορύβου και διαφωνίας, μα και υψηλή χωρητικότητα. Για τον λόγο αυτό έχουν επικρατήσει στα περισσότερα σύγχρονα δίκτυα κορμού και έχει προταθεί η χρήση τους στα δίκτυα διανομής και πρόσβασης. Σημαντικό περιοριστικό παράγοντα στην εξάπλωσή τους έχει παίξει το υψηλό αρχικό κόστος εγκατάστασης.

Σε αντίθεση με τις συνδέσεις DSL, σε εκείνες μέσω οπτικής ίνας οι ονομαστικές ταχύτητες πρακτικά ταυτίζονται με τις πραγματικές. Μην φανταστείτε ότι είναι ακριβώς ίδιες – εξού και λέμε «πρακτικά». Όταν όμως, για παράδειγμα, η ονομαστική ταχύτητα download είναι 10Mbps και κατεβάζεις σταθερά με 9,4Mbps, ε, δικαιούσαι τότε να θεωρείς ότι κατεβάζεις με 10Mbps. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την ταχύτητα upload, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό για κάποιες κατηγορίες εφαρμογών.

Όπως λέει ο ΟΤΕ στην σελίδα του:

Στα πλαίσια της συνεχούς αναβάθμισης και αναδιάρθρωσης του δικτύου πρόσβασης, ο ΟΤΕ έχει ξεκινήσει -σε δοκιμαστική φάση- την εγκατάσταση των οπτικών ινών μέχρι τα κτίρια (Fiber Τo Τhe Building ή FTTB) και μέχρι τον χώρο του πελάτη (Fiber To The Home ή FTTH). Το νέο Δίκτυο Πρόσβασης ακολουθεί την αρχιτεκτονική point-to multipoint, και είναι συμβατή με την τεχνολογία Gigabit Passive Optical Network (GPON), με την δυνατότητα να παρέχει ταχύτητες πρόσβασης άνω των 100 Mbps και έως 1Gbps.
Επιπλέον, ο ΟΤΕ έχει ήδη σχεδιάσει (και βρίσκεται στη διαδικασία της εφαρμογής της στην αναβάθμισης του δικτύου VDSL2/ FTTC), την τεχνολογία Vectoring, που θα επιτρέψει ταχύτητες πρόσβασης έως και 100 Mbps από τις υπάρχουσες τηλεφωνικές γραμμές χαλκού.

Ας δούμε όμως λίγο τις οπτικές ίνες και την αρχιτεκτονική ενός δικτύου οπτικών ινών με πιο τεχνικούς όρους:

Οι οπτικές ίνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε τοπικά δίκτυα αλλά και για μεταδόσεις σε μεγάλες αποστάσεις (δίκτυα ευρείας περιοχής). Έχουν στο κέντρο τους τον πυρήνα μέσω του οποίου μεταδίδεται το οπτικό σήμα. Ο πυρήνας εγκλωβίζει τις ακτίνες φωτός και τις οδηγεί στο τέρμα. Τα κύματα μεταφέρονται από τον πυρήνα της οπτικής ίνας. Όσο πιο στενός είναι ο πυρήνας, τόσο πιο γρήγορα μεταφέρεται το κύμα φωτός. Ο οπτικός πυρήνας περιβάλλεται από στρώμα γυάλινης επικάλυψης. Η επικάλυψη (cladding), η οποία περιβάλλει την οπτική ίνα, κρατάει το φως στον πυρήνα, εμποδίζοντας το σήμα να διασκορπιστεί και να χάσει την ισχύ του. Η επικάλυψη με την σειρά της περιβάλλεται από το εξωτερικό προστατευτικό υλικό, η οποία προστατεύει την ίνα από τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Η δέσμη φωτός εκπέμπεται στον πυρήνα της οπτικής ίνας και προσπίπτει με τέτοια γωνία στην επικάλυψη ώστε να υπάρχει ολική ανάκλαση και να μεταδίδεται σε όλο το μήκος της οπτικής ίνας. Η οπτική ίνα εγκλωβίζει όλη την ενέργεια της ακτίνας του φωτός.

Τα οπτικά σήματα εσωτερικά ανακλώμενα μπορούν να ταξιδέψουν μεγάλες αποστάσεις αφού ισχύει η αρχή της φυσικής «Όταν μία ακτίνα φωτός περνά από το ένα μέσο σε άλλο, η ακτίνα διαθλάται στην διαχωριστική επιφάνεια γυαλιού/αέρας». Η ποσότητα διάθλασης εξαρτάται από τις ιδιότητες των δύο μέσων. Για γωνίες πρόσπτωσης μεγαλύτερες από μία συγκεκριμένη κρίσιμη τιμή, το φως διαθλάται πίσω στο γυαλί και δεν διαφεύγει στον αέρα. Συνεπώς μια ακτίνα φωτός προσπίπτουσα με γωνία ίση ή μεγαλύτερη της κρίσιμης τιμής παγιδεύεται εντός της ίνας. Με αυτό τον τρόπο η ακτίνα μπορεί να διαδοθεί για πολλά χιλιόμετρα, με σχεδόν μηδενική απώλεια. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα να διαδίδονται πολλές διαφορετικές ακτίνες αρκεί να στέλνονται με διαφορετικές γωνίες πρόσπτωσης και η γωνία αυτή να είναι μεγαλύτερη της κρίσιμης.

Υπάρχουν πολλές γωνίες με τις οποίες το φως μπορεί να εισέλθει σε μια οπτική ίνα και να δημιουργήσει διαφορετικές γωνίες προσβολής της επικάλυψης οι οποίες αναφέρονται και ως τρόποι (modes). Ο αριθμός των τρόπων (modes) αυξάνει καθώς αυξάνει η διάμετρος του πυρήνα. Οι μονότροπες (single – mode) οπτικές ίνες έχουν συνήθως διάμετρο πυρήνα περίπου 10 μm ενώ οι πολύτροπες 50 – 100 μm. Οι μονότροπες οπτικές ίνες, σε αντίθεση με τις πολύτροπες δεν διαχέουν την δέσμη φωτός αλλά απαιτούν συγκέντρωση φωτός μεγάλης έντασης σε πυρήνα μικρής διαμέτρου, γεγονός που απαιτεί την χρήση Laser. Η διάμετρος δηλαδή του πυρήνα να είναι στο επίπεδο του μήκους κύματος του εκπεμπόμενου οπτικού σήματος. Αναφέρεται και σαν ομοαξονική μετάδοση.

Μια στρατηγική για την δημιουργία δικτύων που θα μπορούν να υποστηρίξουν τις νέες πολύ ενδιαφέροντες και απαιτητικές για εύρος ζώνης εφαρμογές είναι η τεχνολογία πολυπλεξίας μήκους κύματος WDM (Wavelength Division Multiplexing). Η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίχτηκε η νέα τεχνολογία ήταν η εξής: σε κάθε οπτική ίνα, το οπτικό σήμα που διαδίδεται έχει μια συγκεκριμένη συχνότητα, είναι δυνατόν από την ίδια ίνα να περάσουν περισσότερα του ενός διαφορετικά σήματα διαφορετικής συχνότητας (λ) ή αλλιώς διαφορετικού χρώματος μιας και μιλάμε για οπτικά σήματα, τα οποία το καθένα να αντιπροσωπεύει και μία ροή δεδομένων. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έγινε δυνατή η παράλληλη μετάδοση σήματος και στις οπτικές ίνες. Η πολυπλεξία μήκους κύματος είναι η τεχνική μετάδοσης πληροφορίας μέσα από οπτική ίνα η οποία επιτρέπει την παράλληλη μετάδοση bits ή αλλιώς τη σειριακή μετάδοση χαρακτήρων.

Τα συστήματα WDM μπορούν να μεταδώσουν μέχρι 24 κανάλια αλλά στο μέλλον όλα δείχνουν ότι η χωρητικότητα θα αυξηθεί στα 128 και παραπάνω μέσα από μια ίνα. Σήμερα η τεχνική DWDM (Dense Wave Division Multiplexing = Πυκνή Πολυπλεξία στο πεδίο του Μήκους Κύματος) έχει ενταχθεί στην τεχνική WDM. Τεχνικά είναι η ίδια μεθοδολογία αλλά, όπως φαίνεται και από το όνομα, η DWDM εμπεριέχει περισσότερα κανάλια και μεγαλύτερη χωρητικότητα σε εύρος ζώνης. Συχνά οι δύο αυτές τεχνικές αναφέρονται σαν μια, WDM, χωρίς να διακρίνεται η ειδοποιός διαφορά. Η τεχνολογία DWDM είναι η περισσότερα υποσχόμενη τεχνολογία για μεταφορά δεδομένων μέσα από οπτικές ίνες και αποτελεί σίγουρα μονόδρομο για την υλοποίηση σχεδίων όπως το Gigabit Internet.

Επιπλέον, η τραχύς μήκους κύματος διαίρεση πολυπλεξία (CWDM – Coarse Wevelength Division Multiplexing) είναι μια τεχνολογία μεταφοράς πολυπρωτοκόλλων, που παρουσίαζει σημαντική ανάπτυξη στην αγορά λόγω των ιδιοτήτων χαμηλότερου κόστους και της απλότητας στον σχεδιασμό της. Η CWDM τεχνολογία αντιπροσωπεύει μια τέλεια οικονομική τεχνολογία τόσο σε πρόσβαση όσο και στην αγορά δικτύων κορμού και ειδικά σε σχετικά μικρές αποστάσεις (έως 31 μίλια). Παραδίδει τα πολλαπλάσια μήκη κύματος μέσω μιας οπτικής ίνας σε ένα μέρος του κόστους και πολυπλοκότητας των συστημάτων DWDM.

Προς το παρόν οι οπτικές ίνες χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ευρυζωνικού δικτύου κορμού και διανομής, καθώς είναι ουσιαστικά η μόνη τεχνολογία που μπορεί να υποστηρίξει την συγκέντρωση ευρυζωνικών συνδέσεων πρόσβασης και να μεταφέρει τις μεγάλες ποσότητες δεδομένων με υψηλό ρυθμό που απαιτεί η παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών από κεντρικά σημεία διανομής προς τους συνδρομητές. Για τον λόγο αυτ,ό είναι κοινή περίπτωση ο συνδυασμός υποδομών οπτικών ινών με άλλες ευρυζωνικές τεχνολογίες, όπου η υποδομή οπτικών ινών δημιουργείται και φτάνει μέχρι τις γειτονιές ή τα κτίρια των συνδρομητών και στην συνέχεια χρησιμοποιούνται οι υπόλοιπες τεχνολογίες ευρυζωνικής πρόσβασης για να δημιουργηθεί το δίκτυο πρόσβασης που φτάνει μέχρι τον χώρο του χρήστη.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ενός δικτύου οπτικών ινών, σημειώνεται ότι αποτελείται από τρεις βασικές λογικές μονάδες: το δίκτυο κορμού, το δίκτυο διανομής και το δίκτυο πρόσβασης.

Το δίκτυο κορμού αποτελείται από έναν αριθμό κόμβων οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους. Σημειώνεται ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ των κύριων κόμβων οι οποίοι βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Επιπλέον, το δίκτυο διανομής αποτελείται από τους κόμβους διανομής, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και υπάρχει πρόβλεψη και για επιπλέον συνδέσεις μεταξύ τους στο μέλλον. Τέλος, στο δίκτυο πρόσβασης το οποίο αποτελείται από τους κόμβους πρόσβασης συνδέονται τα διάφορα κτίρια όπου αναλόγως των απαιτήσεων των τελικών χρηστών καθορίζονται και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των συνδέσεων.

Οι οπτικές ίνες παρέχουν μεγάλο εύρος ζώνης, το οποίο σήμερα φθάνει στις ευρέως χρησιμοποιούμενες υλοποιήσεις όπως το Gigabit Ethernet μέχρι και τα 10 Gbps. Η απόσταση κυμαίνεται μεταξύ 70-100 Km ανάλογα με τον τύπο της οπτικής ίνας και το σήμα που μεταφέρεται. Συνεπώς, περιορίζουν τον αριθμό των ενδιάμεσων ενισχύσεων που απαιτούνται για να διασχίσει το σήμα μια μεγάλη απόσταση, και έχει σημαντική ανοχή στον θόρυβο.

Όσον αφορά την υιοθέτηση τεχνολογίας οπτικών ινών στην παροχή τέτοιου είδους ευρυζωνικής πρόσβασης, η αρχιτεκτονική αναφέρεται ως Fiber To The Home (FTTH) και συνίσταται στην κατάληξη (ζευγών συνήθως) οπτικών ινών στο χώρο των συνδρομητών και τον τερματισμό τους με κατάλληλο εξοπλισμό. Η τεχνολογία FTTH διαχωρίζεται ανάλογα με το αν στα σημεία διακλάδωσης χρησιμοποιείται παθητικός ή ενεργός εξοπλισμός. Πρόκειται για τις τεχνολογίες Active Optical Network (AON) και Passive Optical Network (PON).

Ανάμεσα στα πολλαπλά πλεονεκτήματα της τεχνολογίας των οπτικών ινών διακρίνουμε το χαμηλό κόστος, το υψηλό bandwidth το οποίο ξεπερνά κατά εκατοντάδες φορές αυτό ενός κοινού καλωδίου, την μικρή εξασθένηση του σήματος καθώς και τις μικρές απαιτήσεις σε ενέργεια. Επιπλέον, οι οπτικές ίνες διαθέτουν μικρές διαστάσεις και βάρος και παρατηρείται υψηλή διαθεσιμότητα που οφείλεται κυρίως στην ανθεκτική κατασκευή των σύγχρονων οπτικών καλωδίων, που μειώνει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο εξωτερικής ζημιάς.

 

Τελευταία η Ελλάδα στις Ευρυζωνικές συνδέσεις μέσω οπτικών ινών

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ τοποθετούν την Ελλάδα, μαζί με το Βέλγιο, στην τελευταία θέση, μεταξύ 32 χωρών, αναφορικά με το ποσοστό των συνδέσεων σε δίκτυα οπτικών ινών στο σύνολο των ευρυζωνικών συνδέσεων.

Στον αντίποδα η Ιαπωνία, κατακτά την πρώτη θέση μεταξύ των 32 χωρών ως προς το ποσοστό των συνδέσεων που προσφέρονται στους καταναλωτές μέσω δικτύων οπτικών ινών. Πιο συγκεκριμένα, περισσότερες από επτά στις δέκα συνδέσεις (ποσοστό 72,6%) στην Ιαπωνία υποστηρίζονται από δίκτυα οπτικών ινών. Έτσι, η Ιαπωνία καταλαμβάνει άνετα την πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Στην ίδια λίστα, την δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Νότιος Κορέα με ποσοστό 69,4%.

Στην τρίτη θέση της κατάταξης η Σουηδία, με το ποσοστό των ευρυζωνικών συνδέσεων μέσω δικτύων οπτικών ινών να αποτελεί το 46%.

Ακολουθεί η Εσθονία στην τέταρτη θέση, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 33,1%, με την Νορβηγία να την διαδέχεται με το 31,1% των συνολικών ευρυζωνικών συνδέσεων να παρέχεται μέσω δικτύων οπτικών ινών.

Οι ΗΠΑ βρίσκονται περίπου στο μέσον της κατάταξης των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ, με επίδοση πολύ κάτω του μέσου όρου των 32 κρατών (9,4%). Σε αντίστοιχα επίπεδα κινούνται το Μεξικό, η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία και ο Καναδάς.

Στην βάση της ίδιας κατάταξης, λίγο καλύτερα από το Βέλγιο και την Ελλάδα, βρίσκεται η Αυστρία με ποσοστό 1,5%, η Γερμανία με 1,3% και η Ιρλανδία με ποσοστό 0,3%.

 

Όπως επισημαίνει ο OECD (Organisation for Economic Cooperation and Development- ΟΟΑΣΑ), στην έκθεση που παρουσίασε σε υπουργούς και υψηλόβαθμους αξιωματούχους από σχεδόν 40 χώρες (στις 22/06/2016), ο πλανήτης πρέπει να επιταχύνει τον επενδυτικό βηματισμό του, εάν οι χώρες επιθυμούν να προσφέρουν στους πολίτες τους ένα πραγματικά γρήγορο και αξιόπιστο Διαδίκτυο:

Οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν γρήγορα για να βοηθήσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να κάνουν ευρύτερη χρήση του Διαδικτύου, άροντας τα ρυθμιστικά ή άλλα εμπόδια, για μια πραγματικά ισχυρή ψηφιακή οικονομία, ειδάλλως κινδυνεύουν να χάσουν τα δυνητικά τεράστια οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της ψηφιακής οικονομίας.

 

Ανοίγοντας την Υπουργική Σύνοδο 2016 του ΟΟΣΑ – που έλαβε χώρα στο Κανκούν, στο Μεξικό, από 21 έως 23 Ιουνίου – για την Ψηφιακή Οικονομία, ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Angel Gurría επισήμανε ότι η εθνική νομοθεσία και οι πολιτικές που εφαρμόζονται σε κάθε τομέα, από την εκπαίδευση μέχρι τις επενδύσεις, δεν συμβαδίζουν με την ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής καινοτομίας.
Οι χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την ύφεση (την επιβράδυνση) των επενδύσεων στο διαδίκτυο και στην Τεχνολογία Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), να επεκτείνουν την υποδομή για την κάλυψη Διαδικτύου υψηλής ταχύτητας και να βελτιώσουν τις ψηφιακές δεξιότητες, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα ανάμεσα στους ψηφιακούς «έχοντες» και «μη έχοντες».

 

Πάρα πολλές χώρες υιοθετούν μια προσέγγιση του 20ου αιώνα έναντι μιας τεχνολογίας του 21ου αιώνα που κινείται πιο γρήγορα από οιαδήποτε άλλη.

Το Διαδίκτυο αλλάζει τελείως τον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε, αλλά θα μπορούσαμε να το αξιοποιήσουμε και να επιτύχουμε πολύ περισσότερα.
Όσο συνεχίζουμε να αμφιταλαντευόμαστε για την ψηφιακή οικονομία, τόσο λιγότερο θα επωφελούμεθα από αυτήν ως κοινωνίες.

 

Η ψηφιακή μεταμόρφωση διέβη το κρίσιμο κατώφλι το 2013, καθώς το υψηλής ταχύτητας ιντερνέτ έφθασε το 80% των ανθρώπων στις προηγμένες οικονομίες και οι αποστολές smartphone ξεπέρασαν τα συμβατικά κινητά τηλέφωνα. Μπήκαμε πλέον σε μια εποχή όπου οι κινητοί υπολογιστές ήταν πανταχού παρόντες, επιφέροντας την επιτάχυνση του e-banking (των ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών), του e-commerce (του ηλεκτρονικού εμπορίου) και των ψηφιακών πλατφορμών.

Παρ’ όλα αυτά όμως, τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο· και τα Ηνωμένα Έθνη έχουν βάλει στόχο, μέχρι το 2020, να μην υπάρχει άνθρωπος που δεν θα μπορεί να απολαμβάνει τα ωφέλη του ιντερνέτ.

Πολύ λίγες επιχειρήσεις υιοθετούν προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως τα εργαλεία διαχείρισης της αλυσίδας εφοδιασμού, που μπορούν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και την καινοτομία. Για παράδειγμα, λιγότερο από το 30 τοις εκατό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις χώρες του ΟΟΣΑ χρησιμοποιούν το cloud computing. Οι τιμές πρόσβασης στις ψηφιακές υποδομές και τα δεδομένα και οι ανησυχίες όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι παράγοντες που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις.

Το επίπεδο της διαφάνειας του Διαδικτύου θα επηρεάσει και τις δυνατότητες της ψηφιακής οικονομίας. Σύμφωνα με την έκθεση «One Internet» («Ένα Διαδίκτυο») της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Διακυβέρνηση του Διαδικτύου (Global Commission on Internet Governance – GCIG) που παρουσιάστηκε στην Υπουργική Διάσκεψη, ένα ανοιχτό και προσβάσιμο Διαδίκτυο θα επιφέρει οικονομικά οφέλη πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.

Εν αντιθέσει, ένα κατακερματισμένο και αποκλεισμένο Διαδίκτυο θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις, το εμπόριο και το ΑΕΠ (το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν· αγγλιστί, Gross Domestic Product – GDP), μα και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και στην ελεύθερη πρόσβαση στην γνώση.

 

Δείτε το  δελτίο τύπου του OECD για την ψηφιακή οικονομία

 

Πηγή άρθρου: http://osarena.net

Leave a Comment